εγκυστώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
εγκυστώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κύστη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκυστώ
|
εγκυστώ
|