εγκόλπωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκόλπωση οι εγκολπώσεις
      γενική της εγκόλπωσης* των εγκολπώσεων
    αιτιατική την εγκόλπωση τις εγκολπώσεις
     κλητική εγκόλπωση εγκολπώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκολπώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγκόλπωση < εγκολπώνομαι + -ση < ελληνιστική κοινή ἐγκολπόομαι / ἐγκολποῦμαι < αρχαία ελληνική ἐγκολπόω / ἐγκολπῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εγκόλπωση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εγκολπώνομαι
    ※  Το σχέδιο των Κλεάνθη - Schaubert ταίριαζε σε μια ρωμαϊκού τύπου εγκόλπωση της νεοκλασικής αισθητικής, ενώ του Klenze ταίριαζε σε μια εγκόλπωση πιο αθηναϊκή, με πιο ήπια και γραφική αισθητική. (Αθήνα, πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους: πολιτική, ιδεολογία και χορός, Δημήτρης Μαρτός, Γόρδιος, 2005, σελ. 380)
  2. κοιλότητα ή πτύχωση
    άλλες μορφές: κόλπωση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]