εγρήγορση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγρήγορση | οι | εγρηγόρσεις |
γενική | της | εγρήγορσης* | των | εγρηγόρσεων |
αιτιατική | την | εγρήγορση | τις | εγρηγόρσεις |
κλητική | εγρήγορση | εγρηγόρσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγρηγόρσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγρήγορση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγρήγορ(σις) + -ση & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική vigilance[1] < αρχαία ελληνική ἐγρήγορα, παρακείμενος του ἐγείρω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈɣɾi.ɣoɾ.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γρή‐γορ‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εγρήγορση θηλυκό
- η κατάσταση του ανθρώπου που δεν κοιμάται ή έχει ξυπνήσει ή αγρυπνεί
- (μεταφορικά) η κατάσταση της συνείδησης που είναι σε ετοιμότητα να αντιληφθεί και να δράσει, η επαγρύπνηση
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ εγρήγορση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)