εγχάρακτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eŋˈxa.ɾa.ktos/
Επίθετο[επεξεργασία]
εγχάρακτος, -η, -ο
- που γίνεται με εγχάραξη, με σκάλισμα
- το αγγείο φέρει εγχάρακτη διακόσμηση
- που έχει σημάδια εγχάραξης, είτε πρόκειται για γραφή είτε για διακόσμηση
- στην ανασκαφή βρεθηκαν εγχάρακτα όστρακα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγχάρακτος
|