εγχαράσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐγχαράσσω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγχαράσσω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγχαράσσω < αρχαία ελληνική ἐγ- + χαράσσω, ρίζα *χαρακ-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eŋ.xaˈɾa.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγ‐χα‐ράσ‐σω

Ρήμα[επεξεργασία]

εγχαράσσω, αόρ.: εγχάραξα, παθ.φωνή: εγχαράσσομαι, π.αόρ.: εγχαράχθηκα, μτχ.π.π.: εγχαραγμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις χαράσσω και χάρακας

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]