εγωπαθής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγωπαθής η εγωπαθής το εγωπαθές
      γενική του εγωπαθούς* της εγωπαθούς του εγωπαθούς
    αιτιατική τον εγωπαθή την εγωπαθή το εγωπαθές
     κλητική εγωπαθή(ς) εγωπαθής εγωπαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγωπαθείς οι εγωπαθείς τα εγωπαθή
      γενική των εγωπαθών των εγωπαθών των εγωπαθών
    αιτιατική τους εγωπαθείς τις εγωπαθείς τα εγωπαθή
     κλητική εγωπαθείς εγωπαθείς εγωπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγωπαθής < εγώ + -παθής

Επίθετο[επεξεργασία]

εγωπαθής

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]