εδαφιαίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εδαφιαίως < μεσαιωνική ελληνική εδαφιαίως < εδαφιαί(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

εδαφιαίως

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]