εδαφοβελτιωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εδαφοβελτιωτικός η εδαφοβελτιωτική το εδαφοβελτιωτικό
      γενική του εδαφοβελτιωτικού της εδαφοβελτιωτικής του εδαφοβελτιωτικού
    αιτιατική τον εδαφοβελτιωτικό την εδαφοβελτιωτική το εδαφοβελτιωτικό
     κλητική εδαφοβελτιωτικέ εδαφοβελτιωτική εδαφοβελτιωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εδαφοβελτιωτικοί οι εδαφοβελτιωτικές τα εδαφοβελτιωτικά
      γενική των εδαφοβελτιωτικών των εδαφοβελτιωτικών των εδαφοβελτιωτικών
    αιτιατική τους εδαφοβελτιωτικούς τις εδαφοβελτιωτικές τα εδαφοβελτιωτικά
     κλητική εδαφοβελτιωτικοί εδαφοβελτιωτικές εδαφοβελτιωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εδαφοβελτιωτικός < έδαφος + -ο- + βελτιωτικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εδαφοβελτιωτικός, -ή, -ό

  1. που συμβάλλει στη βελτίωση (της ποιότητας) του εδάφους
  2. (ουσιαστικοποιημένο) εδαφοβελτιωτικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]