εδαφολογικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
εδαφολογικά < εδαφολογικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
εδαφολογικά
- από εδαφολογική άποψη
- Εδαφολογικά πρόκειται για έκταση στην οποία λιμνάζουν μόνιμα νερά (από το λήμμα Έλος της Βικιπαίδειας)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εδαφολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εδαφολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εδαφολογικό