εδεπά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εδεπά < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
εδεπά
- (κεφαλονίτικο ιδίωμα) εδώ, εδώ κοντά
- Κάτσε εδεπά να σου πω μια ιστορία.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εδεπά
|