εδεσματολόγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εδεσματολόγιο τα εδεσματολόγια
      γενική του εδεσματολόγιου
εδεσματολογίου
των εδεσματολόγιων
εδεσματολογίων
    αιτιατική το εδεσματολόγιο τα εδεσματολόγια
     κλητική εδεσματολόγιο εδεσματολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εδεσματολόγιο < εδέσματ(ος) + -ο- + -λόγιο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική menu)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εδεσματολόγιο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]