εθελοντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εθελοντικός < εθελοντής
Επίθετο[επεξεργασία]
εθελοντικός, -ή, -ό
- που γίνεται με την ελεύθερη βούληση του ενδιαφερόμενου, που γίνεται από έναν εθελοντή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εθελοντικός
|