εθελοντικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εθελοντικός η εθελοντική το εθελοντικό
      γενική του εθελοντικού της εθελοντικής του εθελοντικού
    αιτιατική τον εθελοντικό την εθελοντική το εθελοντικό
     κλητική εθελοντικέ εθελοντική εθελοντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εθελοντικοί οι εθελοντικές τα εθελοντικά
      γενική των εθελοντικών των εθελοντικών των εθελοντικών
    αιτιατική τους εθελοντικούς τις εθελοντικές τα εθελοντικά
     κλητική εθελοντικοί εθελοντικές εθελοντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εθελοντικός < εθελοντής

Επίθετο[επεξεργασία]

εθελοντικός, -ή, -ό

  • που γίνεται με την ελεύθερη βούληση του ενδιαφερόμενου, που γίνεται από έναν εθελοντή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]