εθελοτυφλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εθελοτυφλώ < εθελότυφλος

Ρήμα[επεξεργασία]

εθελοτυφλώ

  • αρνούμαι να δω και να αναγνωρίσω κάτι που είναι εμφανέστατα αρνητικό, βλαβερό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]