εθελόντρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εθελόντρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη εθελοντής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εθελόντρια
εθελόντρια θηλυκό