εθνικοσοσιαλιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εθνικοσοσιαλιστικός η εθνικοσοσιαλιστική το εθνικοσοσιαλιστικό
      γενική του εθνικοσοσιαλιστικού της εθνικοσοσιαλιστικής του εθνικοσοσιαλιστικού
    αιτιατική τον εθνικοσοσιαλιστικό την εθνικοσοσιαλιστική το εθνικοσοσιαλιστικό
     κλητική εθνικοσοσιαλιστικέ εθνικοσοσιαλιστική εθνικοσοσιαλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εθνικοσοσιαλιστικοί οι εθνικοσοσιαλιστικές τα εθνικοσοσιαλιστικά
      γενική των εθνικοσοσιαλιστικών των εθνικοσοσιαλιστικών των εθνικοσοσιαλιστικών
    αιτιατική τους εθνικοσοσιαλιστικούς τις εθνικοσοσιαλιστικές τα εθνικοσοσιαλιστικά
     κλητική εθνικοσοσιαλιστικοί εθνικοσοσιαλιστικές εθνικοσοσιαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εθνικοσοσιαλιστικός < εθνικοσοσιαλιστής + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εθνικοσοσιαλιστικός, -ή, -ό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]