εθνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐθνικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εθνικός η εθνική το εθνικό
      γενική του εθνικού της εθνικής του εθνικού
    αιτιατική τον εθνικό την εθνική το εθνικό
     κλητική εθνικέ εθνική εθνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εθνικοί οι εθνικές τα εθνικά
      γενική των εθνικών των εθνικών των εθνικών
    αιτιατική τους εθνικούς τις εθνικές τα εθνικά
     κλητική εθνικοί εθνικές εθνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εθνικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐθνικός και σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική nazionale ή (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική national[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.θniˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐θνι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

εθνικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με το έθνος
    η εθνική συνείδηση
  2. που αναφέρεται στο κράτος
    το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν
    υπουργείο εθνικής άμυνας
  3. που αναφέρεται στο σύνολο μιας χώρας και όχι σε μια περιφέρειά της ούτε σε υπερεθνική οντότητα
    εθνικές, ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές εκλογές
  4. (γραμματική) για λέξη που προσδιορίζει αυτόν που ανήκει σε ένα έθνος
    τα εθνικά ονόματα όπως Έλληνας, Άγγλος, Γάλλος κλπ γράφονται με κεφαλαίο αρχικό
  5. (ιστορία) (παρωχημένο) στο βυζαντινό λεξιλόγιο ήταν συνώνυμο κυρίως των Ελλήνων, όπως και άλλων που δεν είχαν ασπαστεί το Χριστιανισμό και θεωρούνταν ειδωλολάτρες ή πολυθεϊστές ή παγανιστές

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]