εθνοπρεπής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εθνοπρεπής η εθνοπρεπής το εθνοπρεπές
      γενική του εθνοπρεπούς* της εθνοπρεπούς του εθνοπρεπούς
    αιτιατική τον εθνοπρεπή την εθνοπρεπή το εθνοπρεπές
     κλητική εθνοπρεπή(ς) εθνοπρεπής εθνοπρεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εθνοπρεπείς οι εθνοπρεπείς τα εθνοπρεπή
      γενική των εθνοπρεπών των εθνοπρεπών των εθνοπρεπών
    αιτιατική τους εθνοπρεπείς τις εθνοπρεπείς τα εθνοπρεπή
     κλητική εθνοπρεπείς εθνοπρεπείς εθνοπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εθνοπρεπής < έθνος + -ο- + πρέπω + -ής

Επίθετο[επεξεργασία]

εθνοπρεπής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]