ειδάλλως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ειδάλλως < αρχαία ελληνική φράση εἰ δ' ἄλλως
Επίρρημα[επεξεργασία]
ειδάλλως
- σε διαφορετική περίπτωση, αλλιώς, διαφορετικά