ειδητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ειδητικός < αρχαία ελληνική εἰδητικός ((μεταφραστικό δάνειο) (γερμανικά) eidetisch)
Επίθετο[επεξεργασία]
ειδητικός, -ή, -ό
- (φιλοσοφία) αριστοτελικός όρος αναφερόμενος στα σχετικά με τη μορφή της ύλης
- (ψυχολογία) που μπορεί να σχηματίζει ή να ανακαλεί στην μνήμη του ξεκάθαρες νοητικές εικόνες
- Ο Λάνγκντον συνειδητοποίησε πως η Σιένα έλεγχε τη μνήμη του.Έκανε αυτό που του ζήτησε. «Τι φοράω;» Ο Λάνγκντον μπορούσε να τη θυμηθεί άριστα. «Μαύρα ίσια παπούτσια, τζιν παντελόνι και μια κρεμ μπλούζα με V λαιμόκοψη. Έχεις ξανθά μαλλιά, στο μήκος των ώμων σου, πιασμένα πίσω. Τα μάτια σου είναι καστανά». Ο Λάνγκντον άνοιξε τα μάτια του και την παρατήρησε, ικανοποιημένος καθώς διαπίστωνε ότι η ειδητική μνήμη του λειτουργούσε φυσιολογικά. (Νταν Μπράουν, Inferno)