ειδολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ειδολογικός η ειδολογική το ειδολογικό
      γενική του ειδολογικού της ειδολογικής του ειδολογικού
    αιτιατική τον ειδολογικό την ειδολογική το ειδολογικό
     κλητική ειδολογικέ ειδολογική ειδολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ειδολογικοί οι ειδολογικές τα ειδολογικά
      γενική των ειδολογικών των ειδολογικών των ειδολογικών
    αιτιατική τους ειδολογικούς τις ειδολογικές τα ειδολογικά
     κλητική ειδολογικοί ειδολογικές ειδολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ειδολογικός < είδος + -ο- + -λογικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ðo.lo.ʝiˈkos/

Επίθετο[επεξεργασία]

ειδολογικός

  1. που σχετίζεται με το είδος ή αναφέρεται σ’ αυτό
  2. που σχετίζεται με την ειδολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή
  3. ειδοποιός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]