ειδοποιητήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ειδοποιητήριος
- που γίνεται για να ειδοποιήσει, μέσω του οποίου γίνεται η ειδοποίηση
- (ουσιαστικοποιημένο) ειδοποιητήριο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ειδοποιητήριος
|