ειδωλόθυτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ειδωλόθυτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (στην Καινή Διαθήκη) φαγητό που προερχόταν από ειδωλολατρικές θυσίες και δεν έπρεπε οι Χριστιανοί να το καταναλώνουν
- κομμάτια κρέατος από ζώα που είχαν θυσιαστεί στα είδωλα πολλές φορές πωλούνταν στην αγορά ή προσφέρονταν σε φιλικές και οικογενειακές συγκεντρώσεις, πράγμα που δημιουργούσε δυσκολία στους πρώτους Χριστιανούς που ήθελαν να αποφύγουν τα ειδωλόθυτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ειδωλόθυτα
|