εικάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εικάζω <εἰκάζω < εἰκός < εἴκω. Προέρχεται από το "εἰκός", το οποίο στα αρχαία ελληνικά σήμαινε όμοιος και ήταν μετοχή του αρχαιότερου ρήματος εἴκω (μοιάζω). Η ρίζα είναι κοινή με της λέξης "εικόνα"
Ρήμα[επεξεργασία]
εικάζω
- υποθέτω και συμπεραίνω ότι κάτι είναι σωστό επί τη βάσει κάποιων στοιχείων, τα οποία όμως δεν είναι απολύτως επαρκή για να σχηματίσω άποψη με βεβαιότητα. Εχει λιγότερο θετική έννοια από το ρήμα συμπεραίνω, το οποίο υποδηλώνει ότι κάποιος έχει έστω και στοιχειώδη δεδομένα για να συνάγει συμπέρασμα.
- Εικάζω ότι θα καταδικασθεί
- Αυτά που έρχονται, κανείς εύκολα τα εικάζει, (Κ. Καβάφης)
[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εικάζω | είκαζα | θα εικάζω | να εικάζω | εικάζοντας | |
β' ενικ. | εικάζεις | είκαζες | θα εικάζεις | να εικάζεις | είκαζε | |
γ' ενικ. | εικάζει | είκαζε | θα εικάζει | να εικάζει | ||
α' πληθ. | εικάζουμε | εικάζαμε | θα εικάζουμε | να εικάζουμε | ||
β' πληθ. | εικάζετε | εικάζατε | θα εικάζετε | να εικάζετε | εικάζετε | |
γ' πληθ. | εικάζουν(ε) | είκαζαν εικάζαν(ε) |
θα εικάζουν(ε) | να εικάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | είκασα | θα εικάσω | να εικάσω | εικάσει | ||
β' ενικ. | είκασες | θα εικάσεις | να εικάσεις | είκασε | ||
γ' ενικ. | είκασε | θα εικάσει | να εικάσει | |||
α' πληθ. | εικάσαμε | θα εικάσουμε | να εικάσουμε | |||
β' πληθ. | εικάσατε | θα εικάσετε | να εικάσετε | εικάστε | ||
γ' πληθ. | είκασαν εικάσαν(ε) |
θα εικάσουν(ε) | να εικάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εικάσει | είχα εικάσει | θα έχω εικάσει | να έχω εικάσει | ||
β' ενικ. | έχεις εικάσει | είχες εικάσει | θα έχεις εικάσει | να έχεις εικάσει | ||
γ' ενικ. | έχει εικάσει | είχε εικάσει | θα έχει εικάσει | να έχει εικάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εικάσει | είχαμε εικάσει | θα έχουμε εικάσει | να έχουμε εικάσει | ||
β' πληθ. | έχετε εικάσει | είχατε εικάσει | θα έχετε εικάσει | να έχετε εικάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εικάσει | είχαν εικάσει | θα έχουν εικάσει | να έχουν εικάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εικάζω
|