εικονογραφικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
εικονογραφικά < εικονογραφικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
εικονογραφικά
- από εικονογραφική άποψη
- ο τύπος εκπροσωπείται με μια εικονογραφικά ελαφρώς διαφοροποιημένη μορφή (από τον δικτυακό τόπο του Μουσείου Μπενάκη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εικονογραφικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εικονογραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εικονογραφικό