εικονογραφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εικονογραφικός η εικονογραφική το εικονογραφικό
      γενική του εικονογραφικού της εικονογραφικής του εικονογραφικού
    αιτιατική τον εικονογραφικό την εικονογραφική το εικονογραφικό
     κλητική εικονογραφικέ εικονογραφική εικονογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εικονογραφικοί οι εικονογραφικές τα εικονογραφικά
      γενική των εικονογραφικών των εικονογραφικών των εικονογραφικών
    αιτιατική τους εικονογραφικούς τις εικονογραφικές τα εικονογραφικά
     κλητική εικονογραφικοί εικονογραφικές εικονογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εικονογραφικός < εικονογραφία + -ικός (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pictographique)

Επίθετο[επεξεργασία]

εικονογραφικός

  1. που έχει σχέση με την εικονογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. ιδεογραφικός, που χρησιμοποιεί ιδεογράμματα
     αντώνυμα: συλλαβογραφικός, φωνητικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]