εικονογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εικονογραφικός < εικονογραφία + -ικός (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pictographique)
Επίθετο[επεξεργασία]
εικονογραφικός
- που έχει σχέση με την εικονογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ιδεογραφικός, που χρησιμοποιεί ιδεογράμματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εικονογραφώ, εικόνα και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εικονογραφικός
|