εικονολάτρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εἰκονολάτρης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εικονολάτρης οι εικονολάτρες
      γενική του εικονολάτρη των εικονολατρών
    αιτιατική τον εικονολάτρη τους εικονολάτρες
     κλητική εικονολάτρη εικονολάτρες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εικονολάτρης < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική εἰκονολάτρης < (εἰκών) εἰκονο- (εικονο-) + λάτρης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ko.noˈla.tɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ει‐κο‐νο‐λά‐τρης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εικονολάτρης αρσενικό (θηλυκό εικονολάτρισσα)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]