εικονολήπτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εικονολήπτης οι εικονολήπτες
      γενική του εικονολήπτη των εικονοληπτών
    αιτιατική τον εικονολήπτη τους εικονολήπτες
     κλητική εικονολήπτη εικονολήπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
εικονολήπτης σε εξωτερικές λήψεις

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εικονολήπτης < εικονο- + -λήπτης (λαμβάνω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ko.noˈli.ptis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ει‐κο‐νο‐λή‐πτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εικονολήπτης αρσενικό (θηλυκό εικονολήπτρια)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]