εικονολατρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εικονολατρικός < εικονολατρία / εικονολάτρης + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εικονολατρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την εικονολατρία ή τους εικονολάτρες ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εικονολάτρης, εικόνα και λατρεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εικονολατρικός
|