εικονολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εικονολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική iconologie < ελληνιστική κοινή εἰκονολογία (συμβολική ομιλία) < αρχαία ελληνική εἰκών + λόγος. Μορφολογικά αναλύεται σε εικονο- + -λογία.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εικονολογία θηλυκό
- επιστημονικός κλάδος μελέτης της εικονογραφίας. Ασχολείται με την μελέτη ζωγραφικών έργων
- κλάδος που μελετάει τα σύμβολα, τα εμβλήματα θεών και ηρώων της αρχαιότητας, και συμβόλων του χριστιανισμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εικονολόγος
- → δείτε τις λέξεις εικόνα και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εικονολογία
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εικονο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)