εικοσιτετραψήφιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εικοσιτετραψήφιος η εικοσιτετραψήφια το εικοσιτετραψήφιο
      γενική του εικοσιτετραψήφιου της εικοσιτετραψήφιας του εικοσιτετραψήφιου
    αιτιατική τον εικοσιτετραψήφιο την εικοσιτετραψήφια το εικοσιτετραψήφιο
     κλητική εικοσιτετραψήφιε εικοσιτετραψήφια εικοσιτετραψήφιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εικοσιτετραψήφιοι οι εικοσιτετραψήφιες τα εικοσιτετραψήφια
      γενική των εικοσιτετραψήφιων των εικοσιτετραψήφιων των εικοσιτετραψήφιων
    αιτιατική τους εικοσιτετραψήφιους τις εικοσιτετραψήφιες τα εικοσιτετραψήφια
     κλητική εικοσιτετραψήφιοι εικοσιτετραψήφιες εικοσιτετραψήφια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εικοσιτετραψήφιος < εικοσιτετρα- (< είκοσι τέσσερα) + -ψήφιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ko.si.te.tɾaˈpsi.fi.os/ αρσενικό
ΔΦΑ : /i.ko.si.te.tɾaˈpsi.fi.a/ θηλυκό
ΔΦΑ : /i.ko.si.te.tɾaˈpsi.fi.o/ ουδέτερο

Επίθετο[επεξεργασία]

εικοσιτετραψήφιος, -α, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]