ειλωτεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ειλωτεύω < αρχαία ελληνική εἱλωτεύω < εἵλως + -εύω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.loˈte.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐λω‐τεύ‐ω
Ρήμα[επεξεργασία]
ειλωτεύω
- (λόγιο) μονοτονική γραφή του εἱλωτεύω, αναφορά στο αρχαίο ρήμα εἱλωτεύω: δουλεύω σαν είλωτας
- ※ Ο Νιρβάνας είχε βεβαιώσει ότι ο Παπαδιαμάντης ειλώτευε και στο «Νέον Πνεύμα» ως μεταφραστής. (Εφημερίδα Καθημερινή, 7/4/2013)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ειλωτεύω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εἱλωτεύω