ειλωτεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ειλωτεύω < αρχαία ελληνική εἱλωτεύω < εἵλως + -εύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.loˈte.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ει‐λω‐τεύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

ειλωτεύω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]