ειμαρμένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ειμαρμένη | ||
γενική | της | ειμαρμένης | ||
αιτιατική | την | ειμαρμένη | ||
κλητική | ειμαρμένη | |||
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ειμαρμένη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἱμαρμένη, θηλυκό του εἱμαρμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου (εἵμαρμαι) του ρήματος μείρομαι (παίρνω το μερίδιό μου)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ειμαρμένη θηλυκό
- (λόγιο) η τύχη, η αναπότρεπτη μοίρα, το πεπρωμένο, το γραφτό, το ριζικό κάθε ανθρώπου, που περιλαμβάνει και προδιαγράφει ολόκληρη τη ζωή του
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ερωμένη' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)