Μετάβαση στο περιεχόμενο

ειρηνεύτρα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ειρηνεύτρα οι ειρηνεύτρες
      γενική της ειρηνεύτρας
    αιτιατική την ειρηνεύτρα τις ειρηνεύτρες
     κλητική ειρηνεύτρα ειρηνεύτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ειρηνεύτρα < ειρηνευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ειρηνεύτρα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]