ειρηνεύτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ειρηνεύτρια < ειρηνευ(τής) + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ειρηνεύτρια θηλυκό
- θηλυκό του ειρηνευτής
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ειρηνεύτρια
|