ειρηνιστής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ειρηνιστής αρσενικό, ειρηνίστρια θηλυκό
- πρόσωπο που αγαπά την ειρήνη και αγωνίζεται για την επικράτησή της
ειρηνιστής αρσενικό, ειρηνίστρια θηλυκό