ειρμολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ειρμολογικός < εἱρμολογικός. Μορφολογικά αναλύεται σε ειρμολογ(ία) + -ικός / ειρμολόγ(ιο) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ειρμολογικός, -ή, -ό
- (θρησκεία) σχετικός με την ειρμολογία / το ειρμολόγιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ειρμολογικός
|