ειρμολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ειρμολογικός η ειρμολογική το ειρμολογικό
      γενική του ειρμολογικού της ειρμολογικής του ειρμολογικού
    αιτιατική τον ειρμολογικό την ειρμολογική το ειρμολογικό
     κλητική ειρμολογικέ ειρμολογική ειρμολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ειρμολογικοί οι ειρμολογικές τα ειρμολογικά
      γενική των ειρμολογικών των ειρμολογικών των ειρμολογικών
    αιτιατική τους ειρμολογικούς τις ειρμολογικές τα ειρμολογικά
     κλητική ειρμολογικοί ειρμολογικές ειρμολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ειρμολογικός < εἱρμολογικός. Μορφολογικά αναλύεται σε ειρμολογ(ία) + -ικός / ειρμολόγ(ιο) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ειρμολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]