ειρμολόγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ειρμολόγιο τα ειρμολόγια
      γενική του ειρμολόγιου
ειρμολογίου
των ειρμολόγιων
ειρμολογίων
    αιτιατική το ειρμολόγιο τα ειρμολόγια
     κλητική ειρμολόγιο ειρμολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ειρμολόγιο < ειρμ(ος) + -ο- + -λόγιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ειρμολόγιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]