ειρωνευτεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ειρωνευτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ειρωνεύομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ειρωνεύομαι
  3. θα ειρωνευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ειρωνεύομαι