εισαγγελία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εισαγγελία < αρχαία ελληνική εἰσαγγελία < εἰσαγγέλλω < εἰς + ἀγγέλλω < ἄγγελος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.saŋ.ɟε.ˈli.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εισαγγελία θηλυκό
- (νομική) το λειτούργημα ενός εισαγγελέα καθώς και η εξουσία που απορρέει απ’ αυτό
- (νομική) η σχετική υπηρεσία
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εισαγγελέας, εις, αγγέλλω και άγγελος