εισαγγελεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εισαγγελεύω < εισαγγελέας + -εύω
Ρήμα[επεξεργασία]
εισαγγελεύω
- είμαι εισαγγελέας και ασκώ τα σχετικά καθήκοντα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εισαγγελεύω
|