εισβάλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εισβάλλω < αρχαία ελληνική εἰσβάλλω
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]εισβάλλω
- εισέρχομαι βίαια
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εισβάλλω | εισέβαλλα | θα εισβάλλω | να εισβάλλω | εισβάλλοντας | |
β' ενικ. | εισβάλλεις | εισέβαλλες | θα εισβάλλεις | να εισβάλλεις | είσβαλλε | |
γ' ενικ. | εισβάλλει | εισέβαλλε | θα εισβάλλει | να εισβάλλει | ||
α' πληθ. | εισβάλλουμε | εισβάλλαμε | θα εισβάλλουμε | να εισβάλλουμε | ||
β' πληθ. | εισβάλλετε | εισβάλλατε | θα εισβάλλετε | να εισβάλλετε | εισβάλλετε | |
γ' πληθ. | εισβάλλουν(ε) | εισέβαλλαν εισβάλλαν(ε) |
θα εισβάλλουν(ε) | να εισβάλλουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εισέβαλα | θα εισβάλω | να εισβάλω | εισβάλει | ||
β' ενικ. | εισέβαλες | θα εισβάλεις | να εισβάλεις | είσβαλε | ||
γ' ενικ. | εισέβαλε | θα εισβάλει | να εισβάλει | |||
α' πληθ. | εισβάλαμε | θα εισβάλουμε | να εισβάλουμε | |||
β' πληθ. | εισβάλατε | θα εισβάλετε | να εισβάλετε | εισβάλετε | ||
γ' πληθ. | εισέβαλαν εισβάλαν(ε) |
θα εισβάλουν(ε) | να εισβάλουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εισβάλει | είχα εισβάλει | θα έχω εισβάλει | να έχω εισβάλει | ||
β' ενικ. | έχεις εισβάλει | είχες εισβάλει | θα έχεις εισβάλει | να έχεις εισβάλει | ||
γ' ενικ. | έχει εισβάλει | είχε εισβάλει | θα έχει εισβάλει | να έχει εισβάλει | ||
α' πληθ. | έχουμε εισβάλει | είχαμε εισβάλει | θα έχουμε εισβάλει | να έχουμε εισβάλει | ||
β' πληθ. | έχετε εισβάλει | είχατε εισβάλει | θα έχετε εισβάλει | να έχετε εισβάλει | ||
γ' πληθ. | έχουν εισβάλει | είχαν εισβάλει | θα έχουν εισβάλει | να έχουν εισβάλει |
|