εισβολέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εισβολέας οι εισβολείς
      γενική του
του/της
εισβολέα
εισβολέως
των εισβολέων
    αιτιατική τον/την εισβολέα τους/τις εισβολείς
     κλητική εισβολέα εισβολείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εισβολέας < εισβολή + -έας < αρχαία ελληνική εἰσβολή < εἰσβάλλω < εἰς + βάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷl̥-ne-h₁- < *gʷelH- ‎(βάλλω, χτυπώ, εκσφενδονίζω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.zvoˈle.as/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εισβολέας αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]