Μετάβαση στο περιεχόμενο

εισηγούμαι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εισηγούμαι < {εις + ηγούμαι}

εισηγούμαι

  • προτείνω, εισάγω το θέμα μίας συζήτησης.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]