εισιτηριοαποφυγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εισιτηριοδιαφυγή, εισφοροδιαφυγή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισιτηριοαποφυγή οι εισιτηριοαποφυγές
      γενική της εισιτηριοαποφυγής των εισιτηριοαποφυγών
    αιτιατική την εισιτηριοαποφυγή τις εισιτηριοαποφυγές
     κλητική εισιτηριοαποφυγή εισιτηριοαποφυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εισιτηριοαποφυγή < εισιτήριο + -ο- + αποφυγή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εισιτηριοαποφυγή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]