εισιτηριοδιαφυγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εισιτηριοαποφυγή, εισφοροδιαφυγή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισιτηριοδιαφυγή οι εισιτηριοδιαφυγές
      γενική της εισιτηριοδιαφυγής των εισιτηριοδιαφυγών
    αιτιατική την εισιτηριοδιαφυγή τις εισιτηριοδιαφυγές
     κλητική εισιτηριοδιαφυγή εισιτηριοδιαφυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εισιτηριοδιαφυγή < εισιτήρι(ο) + -ο- + διαφυγή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.si.ti.ɾi.o.ði̯a.fiˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ει‐σι‐τή‐ρι‐ο‐δι‐α‐φυ‐γή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εισιτηριοδιαφυγή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]