εισορμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εισορμώ < αρχαία ελληνική εἰσορμάω / εἰσορμῶ < εἰς + ὁρμάω / ὁρμῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.soɾˈmo/

Ρήμα[επεξεργασία]

εισορμώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]