εισπράξιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εισπράξιμος η εισπράξιμη το εισπράξιμο
      γενική του εισπράξιμου της εισπράξιμης του εισπράξιμου
    αιτιατική τον εισπράξιμο την εισπράξιμη το εισπράξιμο
     κλητική εισπράξιμε εισπράξιμη εισπράξιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εισπράξιμοι οι εισπράξιμες τα εισπράξιμα
      γενική των εισπράξιμων των εισπράξιμων των εισπράξιμων
    αιτιατική τους εισπράξιμους τις εισπράξιμες τα εισπράξιμα
     κλητική εισπράξιμοι εισπράξιμες εισπράξιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εισπράξιμος < εισπράττω + -ιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

εισπράξιμος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]