εισροϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εισροϊκός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- που σχετίζεται, αφορά ή περιγράφει εισροή
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- εκροϊκός
- αντιεισροϊκός (σπάνια ακαδημαϊκή χρήση: ο μη εισροϊκός που δεν είναι αναγκαστικά εκροϊκός)