ειωθός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ειωθός < αρχαία ελληνική εἰωθός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ειωθός ουδέτερο
- αυτό που συνήθως γίνεται, η συνήθεια
- κατά τα ειωθότα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ειωθός
|