εκάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἑκάς, ἐκάς, ΕΚΑΣ, ΚΑΣ, εκάρ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκάς < αρχαία ελληνική ἑκάς

Επίρρημα[επεξεργασία]

εκάς

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ομόηχα (Ομώνυμα / Ομόηχα)[επεξεργασία]

  • Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]